βλασφημεῖ

βλασφημεῖ
кощунствует

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "βλασφημεῖ" в других словарях:

  • βλασφημεῖ — βλασφημέω speak profanely of sacred things pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) βλασφημέω speak profanely of sacred things pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλασφήμει — βλασφημέω speak profanely of sacred things pres imperat act 2nd sg (attic epic) βλασφημέω speak profanely of sacred things imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναθεμάτος — ο 1. ο διάβολος, ως ο κατ’ εξοχήν άξιος αναθέματος 2. το δαιμόνιο καλικάντζαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από τη φράση ανάθεμά τον (πρβλ. «κάμε δουλειά καμουλειά καλειά, κακό χρόνο να χει κακοχράχει» κ.λπ.). Κατά τον Χατζιδάκι, το φαινόμενο αυτό,… …   Dictionary of Greek

  • βλαστήμια — η (AM βλασφημία) ανόσιος και υβριστικός λόγος εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων νεοελλ. 1. κατάρα 2. βρισιά εναντίον προσώπου αρχ. 1. δυσοίωνος λόγος («παραστὰς τοῑς βωμοῑς βλασφημίαν πᾱσαν βλασφημεῑ») 2. δυσφήμηση, συκοφαντία.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»